- ταβουλ(λ)άριος
- ὁ, Ααρχειοφύλακας τής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης τού Βυζαντίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καψάριος — καψάριος, ὁ (Α) 1. αυτός που κρατά τον θύλακο*, ο θυλακοφόρος 2. ο δούλος που κρατούσε τη θήκη τών βιβλίων τών παιδιών όταν πήγαιναν στον δάσκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (I) + επίθ. άριος (πρβλ. σπαθ άριος, ταβουλ άριος)] … Dictionary of Greek
σουμμάριος — ὁ, Α ταμίας, φύλακας θησαυροφυλακίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούμ(μ)α «σύνολο, κεφάλαιο» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. ταβουλ άριος] … Dictionary of Greek
σπαθάριος — ο, ΝΜ 1. (στο Βυζ.) καθένα από τα μέλη τού στρατιωτικού σώματος που αποτελούσε την ανακτορική φρουρά στο παλάτι, είχε ως καθήκον τόσο την τήρηση τής τάξης όσο και την εκτέλεση εμπιστευτικών αποστολών τού αυτοκράτορα και ήταν συγκροτημένο σε πέντε … Dictionary of Greek
συνθηκάριος — ὁ, Μ εκκλ. αυτός που υπογράφει συμφωνία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη «συμφωνία» + κατάλ. άριος (πρβλ. ταβουλ άριος)] … Dictionary of Greek
τζαγγάριος — Ο υποδηματοποιός. Βυζαντινός όρος που αναφερόταν σε κάθε είδους κατασκευαστή υποδημάτων. Ο δρόμος όπου βρίσκονταν τα καταστήματά τους στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόνταν τζαγγάρια. Προέρχεται από τη λέξη Τζαγγία, που σήμαινε ψηλά υποδήματα τα οποία … Dictionary of Greek
τριμιτάριος — ὁ, Α κατασκευαστής τριμίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. ταβουλ άριος] … Dictionary of Greek
φουσκάριος — ὁ, Μ οινοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦσκα* (ΙΙ) «ξινό κρασί» + κατάλ. άριος (< λατ. ārius), πρβλ. ταβουλ άριος] … Dictionary of Greek
χρυσοκλαβάριος — ὁ, Μ ράφτης που φτειάχνει χρυσοκέντητα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσόκλαβος + κατάλ. άριος (< λατ. ārius), πρβλ. ταβουλ άριος] … Dictionary of Greek
φιδεϊκομισσάριος — ὁ, Α αυτός στον οποίο έχουν εμπιστευθεί καταπίστευμα, θεματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fideicommissarius < fideicommissum (πρβλ. φιδεικόμμισσον) + κατάλ. arius (πρβλ. ταβουλ άριος)] … Dictionary of Greek